Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αντιστοιχώ [andistixó] Ρ10.9α : για κτ. που είναι αντίστοιχο με κτ. άλλο, που βρίσκεται: α. σε σχέση συμμετρικής τοποθέτησης: Tα παράθυρα του πρώτου ορόφου αντιστοιχούν στις μπαλκονόπορτες του δεύτερου ορόφου. β. σε σχέση αναλογίας, ισοδυναμίας ή ομοιότητας: Ο βαθμός του πλοιάρχου αντιστοιχεί στο βαθμό του συνταγματάρχη. Ένα δολάριο αντιστοιχεί σε τριακόσιες είκοσι δραχμές, ισοδυναμεί. Σε πόσους κατοίκους αντιστοιχεί ένας γιατρός;, αναλογεί. Tι μου αντιστοιχεί από το συνολικό ποσό;, τι δικαιούμαι να πάρω. Aυτά που ισχυρίζεται δεν αντιστοιχούν στην πραγματικότητα, δεν ανταποκρίνονται.
[λόγ. < αρχ. ἀντιστοιχῶ `στέκομαι απέναντι΄, ελνστ. σημ.: `βρίσκομαι σε συσχετισμό΄ σημδ. αγγλ. correspond]