Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αντιμετάθεση η [andimetáθesi] Ο33 : (λόγ.) αμοιβαία αλλαγή θέσεως. α. (μαθημ.) η ιδιότητα της πρόσθεσης και του πολλαπλασιασμού να μην αλλοιώνεται το αποτέλεσμα, όταν αλλάξει η σειρά των όρων. β. (γλωσσ.) φαινόμενο κατά το οποίο δύο φθόγγοι ή δύο συλλαβές αλλάζουν αμοιβαία θέση μέσα στην ίδια λέξη, π.χ. πλατσουκωτός > πλακουτσωτός. || (γραμμ.) η αντιμεταχώρηση.
[λόγ.: β: ελνστ. ἀντιμετάθε(σις) -ση· α: σημδ. γαλλ. permutation]