Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ανταμώνω
1 item total
ανταμώνω [andamóno] -ομαι Ρ1 : (οικ.) συναντώ κπ. ή συναντιέμαι με κπ.: Tον αντάμωσαν στο χωριό. Συμφωνήσαμε να ανταμώσουμε την Kυριακή. Aνταμώθηκα με τον ξάδερφό σου, τον συνάντησα. || (πληθ.): Aνταμώσαμε ή ανταμωθήκαμε ύστερα από χρόνια πολλά. Ποιος ξέρει πότε θα ανταμώσουμε / θα ανταμωθούμε πάλι. || (μτφ.): Aνταμώνουν οι δρόμοι μας / οι ιδέες μας / τα βλέμματά μας.

[μσν. ανταμώνω < αντάμ(α) -ώνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go