Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανταμείβω [andamívo] -ομαι Ρ4 : αμείβω κπ. για κτ. καλό που (μου) έκανε κάνοντας ή προσφέροντάς του κτ. ανάλογο· (πρβ. ανταποδίδω): Ο Θεός να σ΄ ανταμείψει για τις ευεργεσίες σου. Ελπίζω να με ανταμείψετε για τη βοήθεια που σας προσφέρω. || (παθ.): Ελπίζω να ανταμειφτώ για τους κόπους μου / για τις θυσίες μου.
[μσν. ανταμείβω ενεργ. του αρχ. ἀνταμείβομαι `ανταποδίδω΄]