Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αντίθεση η [andíθesi] Ο33 : το να είναι κάποιος ή κτ. αντίθετος με κπ. ή κτ. άλλο: ~ χαρακτήρων / μεθόδων. (έκφρ.) σε ~ με ή κατ΄ ~ προς, διαφορετικά από. α. η ύπαρξη μεγάλης ή της μεγαλύτερης δυνατής διαφοράς μεταξύ στοιχείων, χαρακτηριστικών κτλ.: H ~ μεταξύ ορθολογισμού και μεταφυσικής. H ~ ανάμεσα στη δημοκρατία και στον ολοκληρωτισμό. H ζωή στην ύπαιθρο σε ~ με εκείνη των αστικών κέντρων είναι σκληρή. Ρητορική ~, χρήση αντίθετων εννοιών ή προτάσεων. ~ χρωμάτων. ~ φωτός και σκιάς. || (αστρον.) ~ σελήνης / πλανητών. β. κατάσταση διαφωνίας, διαφορά απόψεων, γνωμών κτλ.: Οι βολιδοσκοπήσεις έδειξαν ότι υπάρχει ριζική ~. Kοινωνικές / πολιτικές / ιδεολογικές αντιθέσεις. Bρίσκομαι σε ~ με κπ. για κτ., έχω διαφορετική άποψη, γνώμη, επιδίωξη κτλ. σχετικά με αυτό. γ. (λογ., φιλοσ.) το δεύτερο σκέλος κάθε αντινομίας: Θέση, ~, σύνθεση.
[λόγ. < αρχ. ἀντίθε(σις) -ση (γ: σημδ. γερμ. Anti these < αρχ. ἀντίθεσις)]