Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- ανθεκτικότητα η [anθektikótita] Ο28 : η ιδιότητα του ανθεκτικού, η δύναμη αντοχής: Yλικά υψηλής ανθεκτικότητας. Δοκιμάστηκε η ~ της κατασκευής. Έχει μεγάλη ~ στην πείνα / στη δίψα / στο κρύο.
[λόγ. ανθεκτικ(ός) -ότης > -ότητα]