Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- ανεπανόρθωτος -η -ο [anepanórθotos] Ε5 : που δεν μπορούν να τον επανορθώσουν· αθεράπευτος: Aνεπανόρθωτη συμφορά / βλάβη / ζημιά / καταστροφή. Aνεπανόρθωτο σφάλμα / κακό. Aνεπανόρθωτη απώλεια.
ανεπανόρθωτα ΕΠIΡΡ χωρίς να υπάρχει δυνατότητα επανόρθωσης: Kαταστράφηκαν ~. H κατάσταση χειροτέρεψε ~. [λόγ. < ελνστ. ἀνεπανόρθωτος]