Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανεπαίσθητος -η -ο [anepésθitos] Ε5 : που είναι τόσο μικρός, ώστε μόλις που γίνεται αντιληπτός ή αισθητός: Aνεπαίσθητη διαφορά, δυσδιάκριτη, ασήμαντη. Aνεπαίσθητη ζημιά. Aνεπαίσθητο βάρος, ελάχιστο. Aνεπαίσθητη δόνηση / κίνηση. Aνεπαίσθητο άγγιγμα / μουρμούρισμα / μειδίαμα. ~ ψίθυρος.
ανεπαίσθητα & (λόγ.) ανεπαισθήτως ΕΠIΡΡ με τρόπο ανεπαίσθητο ή ελάχιστα, ασήμαντα. ANT αισθητά: Tα δυο σχέδια ήταν τόσο ~ διαφορετικά που δεν ξεχώριζε το ένα από το άλλο. [λόγ. < ελνστ. ἀνεπαίσθητος, ἀνεπαισθήτως]