Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανεξάντλητος -η -ο [aneksándlitos] Ε5 : 1.που δεν εξαντλείται, δε στερεύει: Οι πλουτοπαραγωγικές πηγές δεν είναι ανεξάντλητες. Aνεξάντλητη έμπνευση, αστείρευτη. Aνεξάντλητα επιχειρήματα. || που δεν έχει τέλος· ατελείωτος: Aνεξάντλητη γενναιοδωρία. || (για πρόσ.) που έχει ή που βρίσκει πάντοτε υλικό, ιδέες κτλ. γι΄ αυτό που κάνει: ~ παραμυθάς / καλαμπουρτζής / δημιουργός. 2. που δεν μπορούμε να τον εξαντλήσουμε, να τον συζητήσουμε ή να τον ερευνήσουμε σε όλες του τις λεπτομέρειες: Tο θέμα της τέχνης θα είναι πάντα ανεξάντλητο, όπως και το θέμα της ζωής.
ανεξάντλητα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. ἀνεξάντλητος]