Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανδρεία η [anδría] & αντρεία η [andría] Ο25α : η ιδιότητα του ανδρείου: H ~ των αγωνιστών του 1821.
[λόγ. < αρχ. ἀνδρεία (προφ. [nd] )· λόγ. επίδρ. στο αντρειά < μσν. αντρειά < αντρεία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < αρχ. ἀνδρεία (προφ. [nd] )]
- ανδρείος -α -ο [anδríos] & αντρείος -α -ο [andríos] Ε4 : που αντιμετωπίζει με θάρρος και τόλμη τον κίνδυνο συνήθ. της μάχης, τον εχθρό· γενναίος: ~ πολεμιστής. Aνδρεία ψυχή. || που δείχνει ή που απαιτεί ανδρεία: Aνδρεία απόφαση / στάση.
[αντρ-: αρχ. ἀνδρεῖος (προφ. [nd] )· ανδρ-: λόγ. επίδρ.]