Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανασαλεύω [anasalévo] -ομαι Ρ5.2 : (λογοτ.) κινώ ελαφρά κτ.: Ο άνεμος ανασαλεύει τα φύλλα / κλαδιά του δέντρου. Aνασαλεύει κάποιος / κτ., κινείται ελαφρά. Aνασάλεψε για μια στιγμή, αλλά δεν ξύπνησε.
[ελνστ. ἀνασαλεύω]