Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αναλώνω [analóno] -ομαι Ρ1 : διαθέτω και φθείρω τις σωματικές και πνευματικές μου δυνάμεις για την πραγματοποίηση κάποιου σκοπού· (πρβ. ξοδεύω3): Aνάλωσε τη ζωή του στην υπηρεσία της επιστήμης.
[μσν. αναλώνω < αρχ. ἀναλ(ῶ) -ώνω]