Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανακτοβούλιο
1 εγγραφή
ανακτοβούλιο το [anaktovúlio] Ο40 : 1.το συμβούλιο του βασιλιά, σε περίοδο απόλυτης μοναρχίας: Ο Mαυροκορδάτος είχε ζητήσει την κατάργηση του βαυαρικού ανακτοβουλίου. 2. το γραφείο όπου συνεδρίαζαν οι σύμβουλοι του βασιλιά.

[λόγ. ανακτ- (δες άναξ) -ο- + βουλ(ή) -ιον μτφρδ. γαλλ. conseil du roi]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες