Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανακρίβεια η [anakrívia] Ο27 : έλλειψη ακρίβειας, λάθος ή ψέμα: Λογιστική ~. Tο σύγγραμμά του περιέχει πολλές ανακρίβειες. H κατάθεση του μάρτυρα ήταν γεμάτη αντιφάσεις και ανακρίβειες.
[λόγ. ανακριβ(ής) -εια μτφρδ. γαλλ. inexactitude]