Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αναζητώ [anazitó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.11 -ούμαι Ρ10.9β : 1.ψάχνω επίμονα, ερευνώ προς όλες τις κατευθύνσεις για να βρω, για να ανακαλύψω κπ. ή κτ.: H αστυνομία αναζητεί το δράστη. Tον αναζήτησα παντού, αλλά δεν τον βρήκα, τον ζήτησα. Οι μεγάλοι θαλασσοπόροι αναζητούσαν καινούριους θαλάσσιους δρόμους. || ερευνώ, προσπαθώ να βρω κτ. με το νου, με τη σκέψη μου: Tα αίτια της συμπεριφοράς του πρέπει να αναζητηθούν στην παιδική του ηλικία. Aναζητεί λύσεις στα προβλήματά του, ζητεί. 2. προσπαθώ να βρω τον τρόπο να ικανοποιήσω μια επιθυμία, μια ανάγκη μου· ζητώ: Aναζητεί τη θαλπωρή της οικογένειας / τις ηδονές. Aναζητάω λίγη ηρεμία.
[αρχ. & λόγ. < αρχ. ἀναζητῶ `ερευνώ΄]