Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναβαλλόμενος
1 εγγραφή
αναβαλλόμενος ο [anavalómenos] Ο20 : στις ΦΡ ψέλνω / ακούω τον αναβαλλόμενο, για παρατηρήσεις που γίνονται σε υπερβολικά έντονο ύφος: Ετοιμάσου ν΄ ακούσεις τον αναβαλλόμενο από το δάσκαλο· ΣYN ΦΡ ψέλνω / ακούω τον εξάψαλμο.

[από παρανόηση ή περιπαικτική ερμηνεία της μσν. εκκλ. φρ. (αρχής τροπαρίου) σε τον αναβαλλόμενον φως ως ιμάτιον `που φοράς…΄ (από στίχο των Ψαλμών του Δαβίδ) < αρχ. ἀναβάλλομαι `ρίχνω το μανδύα προς τα πίσω΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες