Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανίψι
2 εγγραφές [1 - 2]
ανίψι το [anípsi] Ο44 : ο ανιψιός ή η ανιψιά: Έχει πολλά ανίψια. ανιψάκι το YΠΟKΟΡ: Πήγα στον αδερφό μου να δω το ~ μου. ανιψούδι το YΠΟKΟΡ.

[ανιψ(ιός) υποκορ. -ι· ανίψ(ι) -ούδι]

ανιψιός ο [anipsxós] Ο17 θηλ. ανιψιά [anipsxá] Ο24 & ανεψιός ο [anepsxós] Ο17 θηλ. ανεψιά [anepsxá] Ο24 : ο γιος ή η κόρη του αδερφού ή της αδερφής κάποιου: Πήρα τηλέφωνο στον αδερφό μου και το σήκωσε ο ~ μου. ανιψούλης ο θηλ. ανιψούλα YΠΟKΟΡ. ανεψούλης ο θηλ. ανεψούλα YΠΟKΟΡ.

[μσν. ανιψιός, ανιψιά (στη σημερ. σημ.) < αρχ. ἀνεψιός `(πρώτος) ξάδερφος΄, ἀνεψιά `ξαδέρφη΄ με υποχωρ. αφομ. [e-i > i-i] · μσν. ανεψιός, ανεψιά (στη σημερ. σημ.) < αρχ. ἀνεψιός, ἀνεψιά· ανιψι(ός) -ούλης με αποβ. του ημιφ. ανάμεσα σε [s] και φων. (σύγκρ. διακόσια > διακόσαανιψούλ(ης) -α· ανεψι(ός) -ούλης (με αποβ.)· ανεψούλ(ης) -α]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες