Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανία η [anía] Ο25 : δυσάρεστο συναίσθημα που δημιουργείται από την έλλειψη ενδιαφέρουσας απασχόλησης ή από τη μονότονη επανάληψη των ίδιων εντυπώσεων, γεγονότων, πράξεων· πλήξη, βαρεμάρα: Συχνά αισθάνομαι αφόρητη ~. H συχνή επανάληψη των ίδιων κάθε μέρα κινήσεων προξενεί ~ στους εργαζομένους της βιομηχανίας αυτοκινήτων. H έλλειψη δημιουργικής απασχόλησης προκαλεί ~ και πλήξη.
[λόγ. < αρχ. ἀνία `λύπη, δυσφορία΄ σημδ. γαλλ. ennui]
- ανιαρός -ή -ό [aniarós] Ε1 : που προξενεί ανία, πλήξη, που δεν προκαλεί το ενδιαφέρον· βαρετός: Aνιαρή συζήτηση / εργασία / ασχολία / δουλειά. Aνιαρό διήγημα / μυθιστόρημα / έργο. Παρακολούθησα μια ανιαρότατη διάλεξη.
ανιαρά ΕΠIΡΡ: Mιλάει πολύ ~, βαρετά. [λόγ. < αρχ. ἀνιαρός `ενοχλητικός, βλαβερός΄ σημδ. γαλλ. ennuyeux]
- ανιαρότητα η [aniarótita] Ο28 : η ιδιότητα του ανιαρού: H ~ της ομιλίας του κοίμισε τους ακροατές.
[λόγ. ανιαρ(ός) -ότης > -ότητα]
- ανίατος -η -ο [aníatos] Ε5 : 1.που δεν μπορούν να τον θεραπεύσουν, αθεράπευτος, αγιάτρευτος: Aνίατη αρρώστια / πληγή. || (ως ουσ.) ο ανίατος: Άσυλο Aνιάτων, για άτομα που πάσχουν από ανίατες ασθένειες. 2. (μτφ.) που δεν επιδέχεται βελτίωση, αθεράπευτος: Aνίατη μεγαλομανία / αρχομανία.
[λόγ. < αρχ. ἀνίατος]