Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανάλυση η [análisi] Ο33 : η ενέργεια του αναλύω, ο διαχωρισμός των στοιχείων από τα οποία αποτελείται ένα όλο, με σκοπό την επισήμανση και τη μελέτη τους. 1. για ουσία ή για φυσικό φαινόμενο που αναλύεται με χημική ή φυσική μέθοδο στα συστατικά μέρη του: ~ των υπόγειων νερών. ~ του φωτός. Φασματοσκοπική ~. || (ειδικότ.) ιατρική εργαστηριακή εξέταση: Mικροβιολογική ~. ~ αίματος / ούρων / κοπράνων. Ο γιατρός τού ζήτησε να κάνει όλες τις αναλύσεις. 2α. συλλογιστική μέθοδος με την οποία απομονώνονται τα επί μέρους στοιχεία ενός φαινομένου ή ενός πνευματικού προϊόντος, για να μελετηθούν χωριστά και να ερμηνευτούν: Iστορική / κοινωνιολογική ~ του θεσμού της οικογένειας. Λογοτεχνική ~ ενός κειμένου. ~ ενός έργου τέχνης. Γραμματική / συντακτική ~ μιας πρότασης. || λεπτομερής παρουσίαση ενός θέματος: Έγινε ~ του προγράμματος εργασίας και ακολούθησε συζήτηση. β. (φιλοσ.) αποδεικτική μέθοδος που ξεκινά από την υπόθεση ότι το ζητούμενο είναι γνωστό. ANT σύνθεση. || (μαθημ.) απειροστικός λογισμός. || (πληροφ.) το πρώτο στάδιο της σχεδίασης ενός πληροφοριακού συστήματος. (έκφρ.) σε τελική / σε τελευταία ~, όταν γίνεται αναγωγή στο πρωταρχικό αίτιο ενός φαινομένου ή μιας κατάστασης.
[λόγ. < αρχ. ἀνάλυ(σις) -ση `λύσιμο, λύση (φιλοσοφικού) προβλήματος΄, ελνστ. σημ.: `διαίρεση λέξης στα στοιχεία της΄ & σημδ. γαλλ. analyse < αρχ. ἀνάλυσις]