Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμφιτρύων
2 εγγραφές [1 - 2]
αμφιτρύων ο [amfitríon] Ο : (λόγ.) αμφιτρύωνας.

[λόγ. < αρχ. Ἀμφιτρύων (ο θνητός πατέρας του Ηρακλή), σημδ. γαλλ. amphitryon από την κωμωδία Amphitryon του Μολιέρου (< αρχ. Ἀμφιτρύων)]

αμφιτρύωνας ο [amfitríonas] Ο5 : ως χαρακτηρισμός του οικοδεσπότη που παραθέτει πλούσιο γεύμα στους φίλους του.

[λόγ. < αρχ. Ἀμφιτρύων, αιτ. -ωνα (δες στο αμφιτρύων)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες