Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμειψισπορά
1 εγγραφή
αμειψισπορά η [amipsisporá] Ο24 : (γεωπ.) μέθοδος καλλιέργειας της γης που συνίσταται σε συστηματική εναλλαγή των φυτών, τα οποία καλλιεργούνται στο ίδιο έδαφος· (πρβ. μονοκαλλιέργεια): ~ με σιτάρι και όσπρια. H ~ είναι βάση κάθε εντατικής καλλιέργειας. Mονοετής / διετής / τριετής… ~, που γίνεται κάθε ένα / δύο / τρία… χρόνια.

[λόγ. < ελνστ. ἄμειψι(ς) `εναλλαγή΄ + σπορά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες