Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλφαδιάζω
1 εγγραφή
αλφαδιάζω [alfaδjázo] -ομαι Ρ2.1 : φέρνω στο ίδιο οριζόντιο ή κάθετο επίπεδο όλα τα σημεία ή τα τμήματα μιας επιφάνειας ή ελέγχω με το αλφάδι την κατακόρυφη ή οριζόντια θέση μιας επίπεδης επιφάνειας: ~ το τραπέζι / τη σόμπα / το ψυγείο. Tο πλυντήριο κουνιέται, γιατί δεν είναι καλά αλφαδιασμένο. || Aλφαδιάζει κτ. με κτ. άλλο, βρίσκεται στο ίδιο ύψος ή γενικά στο ίδιο επίπεδο με αυτό: H ταράτσα μας αλφαδιάζει με τη διπλανή.

[αλφάδ(ι) -ιάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες