Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αλισφακιά η [alisfaká] & αλιφασκιά η [alifaská] Ο24 : (λαϊκότρ.) το φυτό φασκομηλιά. || το ρόφημα που γίνεται από τα φύλλα του παραπάνω φυτού· φασκόμηλο.
[μσν. αλισφακιά < *ελισφακιά (τροπή του αρχικού [e > a] από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο και ανασυλλ. [mia-eli > miali > mi-ali] ) < *ελίσφακ(ος) -ιά < αρχ. ἐλελίσφακος με απλολ. [eleli > eli] · μετάθ. του [s] ]