Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αλησμόνητος -η -ο [alizmónitos] Ε5 : για κπ. ή για κτ. που ήταν τόσο σημαντικό, συνήθ. αγαπητό ή εξαιρετικό, ώστε δεν μπορεί κανείς να το λησμονήσει· αξέχαστος: Ο ~ φίλος μας, συνήθ. για νεκρό. Περάσαμε αλησμόνητες ημέρες. Tα φοιτητικά μας χρόνια θα μας μείνουν αλησμόνητα.
αλησμόνητα ΕΠIΡΡ. [ελνστ. ή μσν. ἀλησμόνητος < α- 1 λησμονη- (λησμονῶ) -τος]