Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλατίστρα
1 εγγραφή
αλατίστρα η [alatístra] Ο25α : (λαϊκότρ.) το μέρος όπου οι βοσκοί αλίζουν τα ζώα τους· αλαταριά.

[αλατισ- (αλατίζω) -τρα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες