Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αλαζονεία η [alazonía] Ο25 : η ιδιότητα και η συμπεριφορά του αλαζόνα· κομπορρημοσύνη, υπεροψία: H ~ πηγάζει από την ανοησία. Xλεύαζαν με αναίδεια και ~ τη δύναμη του Θεού.
[λόγ. < αρχ. ἀλαζονεία]