Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ακτινοβόλος -ος / -α -ο [aktinovólos] Ε14 : 1.που ακτινοβολεί, που λάμπει· λαμπερός, φωτοβόλος: ~ ήλιος / αστέρας. Aκτινοβόλες μορφές των αγίων. ~ οπτασία. 2. (μτφ.) α. που ακτινοβολεί, που εκφράζει ένα συναίσθημα χαράς: Aκτινοβόλο πρόσωπο / χαμόγελο. β. που ακτινοβολεί, που ασκεί ευεργετική επίδραση, εντύπωση: Ήταν για μένα ένα πρόσωπο μυθικό κι ακτινοβόλο που το θαύμαζα. 3α. (φυσ.) ~ θερμότητα, που διαδίδεται με ακτινοβολία, η θερμική ακτινοβολία. β. (αστρον.) ακτινοβόλο σημείο, το σημείο από το οποίο ξεκινούν οι τροχιές των διαττόντων αστέρων.
[λόγ. < ελνστ. ἀκτινοβόλος (3: σημδ. γαλλ. radiant)]