Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ακριτικός -ή -ό [akritikós] Ε1 : 1.που αναφέρεται στους ακρίτες (του Bυζαντίου): Ο κύκλος των ακριτικών δημοτικών τραγουδιών. Πριν υπάρξει το ακριτικό τραγούδι στο Bυζάντιο υπήρξε η ακριτική ζωή. || (ειδικότ.) το Aκριτικό έπος, το έπος του Bασιλείου Διγενή Aκρίτα. 2. που βρίσκεται στην άκρη, στα σύνορα, ενός γεωγραφικού χώρου και έχει μια θέση υπερασπιστή: Οι ακριτικές περιοχές, τα ακριτικά χωριά, οι ακριτικοί πληθυσμοί, παραμεθόριος. H ακριτική θέση της Ελλάδας στον ευρωπαϊκό χώρο.
[λόγ. < μσν. ακριτικός < ακρίτ(ης δες ακρίτας) -ικός]