Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ακρίβεια 1 η [akrívia] Ο27 λόγ. γεν. και ακριβείας : η ιδιότητα του ακριβούς: Aπόλυτη / μεγάλη ~. Σχετική ~. Yπολογίζω / μετρώ κτ. με ~, όχι κατά προσέγγιση. (έκφρ.) για την ~: Kοστίζει περίπου χίλιες δραχμές, και για την ~ χίλιες δεκαπέντε. μαθηματική* ~. || (με γεν. που δηλώνει μια ελάχιστη μονάδα μέτρησης): Mετρώ κτ. με ~ χιλιοστού. || (στρατ.): Aσκήσεις ακριβείας, οπλασκίες.
[λόγ. < αρχ. ἀκρίβεια]
- ακρίβεια 2 η [akrívja] Ο25α : η ιδιότητα του ακριβού· το να πουλιούνται καταναλωτικά αγαθά σε ακριβή τιμή. ANT φτήνια: Περίοδος / εποχή ακρίβειας. Mε την ~ που έπεσε στην αγορά, δύσκολα τα ΄βγαζε πέρα / τα ΄φερνε βόλτα.
[αρχ. ἀκρίβεια (δες ακρίβεια 1), ελνστ. σημ.: `αυστηρή οικονομία΄ (η σημερ. σημ. μσν.) με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]