Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ακίνδυνος -η -ο [akínδinos] Ε5 : ANT επικίνδυνος. 1. για κτ. που δε δημιουργεί ή που δεν μπορεί να δημιουργήσει κινδύνους: Εγχείρηση ακίνδυνη. Φάρμακο ακίνδυνο, χωρίς παρενέργειες. Tο κολύμπι στις ανοιχτές θάλασσες δεν είναι πάντοτε ακίνδυνο. Kάποτε πίστευαν ότι το κάπνισμα είναι μια ακίνδυνη συνήθεια. 2α. (για έμψ.) που από τη φύση του ή λόγω συνθηκών δεν μπορεί να βλάψει: Tα περισσότερα φίδια είναι ακίνδυνα. Ένας εντελώς ~ τρελός. β. (για πρόσ.) που δεν τον φοβούνται, δεν τον υπολογίζουν, επειδή δεν είναι αρκετά ισχυρός ή ικανός: ~ εχθρός / αντίπαλος. || (ως ουσ.) το ακίνδυνο, η ιδιότητα του ακίνδυνου.
ακίνδυνα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἀκίνδυνος]