Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αισθάνομαι [esθánome] Ρ7.2β (χωρίς μππ.) : 1α.αντιλαμβάνομαι με τις αισθήσεις μου: ~ ζέστη, ζεσταίνομαι. ~ κρύο, κρυώνω. ~ δίψα, διψώ. ~ αδυναμία. Aισθάνθηκε ξαφνικά ένα δυνατό πόνο στο στομάχι. || (επέκτ. για συναίσθημα, για ψυχική κατάσταση) νιώθω: ~ χαρά, χαίρομαι. ~ λύπη, λυπάμαι. ~ φόβο, φοβάμαι. ~ αγάπη, αγαπώ. ~ έρωτα, ερωτεύομαι. ~ μίσος, μισώ. ~ ενοχή / ευτυχία. ~ χαρούμενος / λυπημένος / ένοχος / ερωτευμένος / ευτυχισμένος. β. έχω, διατηρώ τις αισθήσεις μου: Δεν αισθάνεται πια· είναι σε κώμα. || (σπάν.) ζω: Δεν πέθανε· αισθάνεται ακόμα. γ. καταλαβαίνω ότι βρίσκομαι σε ορισμένη κατάσταση από φυσική άποψη: ~ (ότι είμαι) νέος / γέρος / υγιής. Ο άρρωστος αισθάνεται καλά / χειρότερα. (έκφρ.) ~ μείον*. || (με άρνηση) νιώθω ένα ορισμένο μέλος του σώματός μου κουρασμένο, μουδιασμένο κτλ.: Δεν ~ τα χέρια / το πόδι / τη μέση μου. 2α. (ιδ. για κτ. που με αφορά) το καταλαβαίνω: Είναι ακόμα παιδί και δεν αισθάνεται. Ο άνθρωπος αισθάνεται το Θεό με την καρδιά, όχι με το νου. || συναισθάνομαι: ~ την αδυναμία / τη δύναμή μου. ~ ότι έχω άδικο. Πρέπει να αισθανόμαστε τη δυστυχία / τα προβλήματα των άλλων. ~ την ανάγκη να
|| καταλαβαίνω κτ. και το εκτιμώ: Δεν αισθάνεται την τέχνη / τη μουσική / τη λογοτεχνία. β. έχω την εντύπωση, νομίζω ότι: ~ ότι με κοροϊδεύεις / με αντιπαθείς. ~ (ότι είμαι) ελεύθερος. ~ κπ. φίλο / εχθρό / δικό μου άνθρωπο, τον θεωρώ φίλο, εχθρό κτλ. || προαισθάνομαι, διαισθάνομαι: Aισθάνθηκε τον κίνδυνο και πήρε τα μέτρα του.
[λόγ. < αρχ. αἰσθάνομαι]