Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αθίγγανος
1 εγγραφή
αθίγγανος ο [aθíŋganos] Ο20 θηλ. αθιγγανίδα [aθiŋganíδa] Ο26 : (λόγ.) ο τσιγγάνος.

[λόγ. < μσν. αθίγγανος < ατσίγγανος παρετυμ. α- 1 αρχ. θιγγάνω `αγγίζω΄ (πρβ. μσν. αθίγγανος `μέλος χριστιανικής αίρεσης΄)· λόγ. αθίγγαν(ος) -ίς > -ίδα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες