Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αεικίνητος -η -ο [aikínitos] Ε5 : α.που κινείται, που ενεργεί πάντοτε και αδιάκοπα· δραστήριος: ~ άνθρωπος. Aεικίνητο βλέμμα. β. (ως ουσ.) το αεικίνητο, μηχανή που θα μπορούσε να παράγει ενέργεια αδιάκοπα και χωρίς δαπάνη και που η κατασκευή της σήμερα είναι αδύνατη.
[λόγ.: α: αρχ. ἀεικίνητος· β: σημδ. νλατ. perpetuum mobile]