Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αδρεναλίνη η [aδrenalíni] Ο30 : (ιατρ.) η ορμόνη που εκκρίνουν οι επινεφρίδιοι αδένες. || φάρμακο, με βάση την αδρεναλίνη, που αυξάνει την πίεση του αίματος.
[λόγ. < γαλλ. adrénaline (ορθογρ. δαν.) -ine = -ίνη]