Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγρότης
1 εγγραφή
αγρότης ο [aγrótis] Ο10 θηλ. αγρότισσα [aγrótisa] Ο27 : ο γεωργός και με επέκταση αυτός που ζει στην ύπαιθρο και ασχολείται επαγγελματικά με την πρωτογενή παραγωγή (γεωργία, κτηνοτροφία, κτλ.): Γύρισε πίσω στο χωριό του κι από εργάτης έγινε ~. H Ελληνίδα αγρότισσα.

[λόγ. < αρχ. ἀγρότης· λόγ. αγρότ(ης) -ισσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες