Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αγνώμων -ων -ον [aγnómon] Ε (βλ. -ων -ων -ον) : (λόγ.) που είναι αχάριστος προς ευεργέτη ή ευεργεσία. ANT ευγνώμων: Είναι ~ προς τον πατέρα του. || (ως ουσ.).
[λόγ. < αρχ. ἀγνώμων `χωρίς σωστή κρίση, σκληρόκαρδος΄ κατά τη σημ. του αντ. ευγνώμονας και σημδ. γαλλ. ingrat]