Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αγίασμα το [ajíazma] Ο49 : 1.αγιασμένο νερό· αγιασμός. 2. πηγή κοντά σε εκκλησία που το νερό της θεωρείται αγιασμένο και κατάλληλο για ψυχική ή σωματική ίαση: Tο ~ της Aγίας Παρασκευής. || (επέκτ.) η εκκλησία ή το παρεκκλήσι που βρίσκεται δίπλα στην πηγή.
[λόγ. < ελνστ. ἁγίασμα `ιερός τόπος, αγιασμός΄ (λαϊκό αγιάσμα με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.)]
- αγιασματάριο το [ajazmatário] Ο41 & αγιασματάρι το [ajazmatári] Ο44α : σκεύος όπου ο ιερέας βάζει το νερό του αγιασμού.
[λόγ. αγιασματ- (αγίασμα) -άριον· προσαρμ. στη δημοτ. με αποφυγή της χασμ.]