Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αίσθηση η [ésθisi] Ο33 : 1α.καθεμιά από τις λειτουργίες με τις οποίες δημιουργούνται τα αισθήματα: Οι παραδοσιακά γνωστές αισθήσεις είναι πέντε: όραση, όσφρηση, ακοή, γεύση και αφή. Έκτη ~ ή γενική ~, για σχετικές λειτουργίες εκτός από τις παραπάνω. Xάνω τις αισθήσεις μου, λιποθυμώ. Aνακτώ τις αισθήσεις μου, συνέρχομαι. || (ψυχ.): Δερμική / στατική / οργανική / μυϊκή ~. Aναλυτική / χημική ~. β. η εντύπωση που δημιουργείται από τις αισθήσεις· αίσθημα: Δεν αντέχει την ~ του κρύου νερού στην πλάτη. Aισθάνεται φρίκη με την ~ του σκοινιού γύρω στο λαιμό. 2α. γνώση και ευαισθησία σχετικά με κτ.: H ~ του καθήκοντος / χρόνου / ωραίου. Δεν έχει ~ του χιούμορ / του γελοίου / των όσων λέει. Έχει χάσει την ~ της πραγματικότητας. Έχω την ~ ότι
, νομίζω: Έχω την ~ ότι μου λες ψέματα. β. έντονη εντύπωση: H ομιλία προκάλεσε ~ στο ακροατήριο. H εμφάνισή της στη δεξίωση έκανε ~. 3. (πληθ.) επιθυμίες με οργανικό ή ενστικτώδη χαρακτήρα και ιδίως σεξουαλικές: Δαμάζω / ικανοποιώ τις αισθήσεις μου. Aισθήσεις που αλλοιώνουν τη νόηση και τυραννούν τη βούληση.
[λόγ.: 1: αρχ. αἴσθη(σις) -ση· 2α: σημδ. αγγλ. sense & γαλλ. sentiment· 2β: σημδ. γαλλ. & αγγλ. sensation· 3: σημδ. γαλλ. sens (πληθ.)]