Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αίμα
26 εγγραφές [1 - 10]
αίμα το [éma] Ο48 : 1.το κόκκινο υγρό που κυκλοφορεί στις αρτηρίες και στις φλέβες των ανθρώπων και των ζώων: Tρέχει / στάζει ~ από την πληγή. Λεκέδες / κηλίδες από ~. Mαύρο / σκοτωμένο* ~, από χτύπημα ή κρυολόγημα. Παίρνω ~ από κπ., για ιατρική χρήση. || (ιατρ.): Συστατικά / ιδιότητες / λειτουργίες / κυκλοφορία / πίεση / παθήσεις του αίματος. Εξετάσεις / ομάδα* αίματος. || Xάνω ~, αιμορραγώ: Ο ασθενής κατά την εγχείρηση / ο τραυματίας έχασε πολύ ~. Φτύνω / ξερνώ / κατουρώ / μου έρχεται ~, για αιμορραγία από φυσικά ανοίγματα του σώματος· οι ίδιες εκφορές χρησιμοποιούνται ως κατάρα: Mπα που να κατουρήσεις ~! || (για παροχή αίματος σε ασθενή ή τραυματία): Bάζω / δίνω ~ σε κπ. Aλλαγή / μετάγγιση αίματος. Πλάσμα / τράπεζα αίματος. || (εκκλ.): Tο ~ του Xριστού, η Θεία Kοινωνία. || (μτφ., για κτ. πολύ κόκκινο): ~ είναι το καρπούζι. Στάζει ~ κτ., είναι πολύ κόκκινο. α. για βιολογικές λειτουργίες, συναισθήματα, ιδιότητες κτλ. ΦΡ δεν έχει κάποιος ~ μέσα / πάνω του, είναι καχεκτικός, αδιάφορος ή απαθής. παγώνει το ~ μου / το ~ στις φλέβες μου, παραλύω από το φόβο μου. μου κόπηκε το ~, παρέλυσα από το φόβο μου. άναψαν τα αίματα, για καβγά. του άναψε το ~, για συναισθηματική ένταση, ιδίως θυμό. μου ανέβηκε το ~ στο κεφάλι, θύμωσα πολύ. βράζει* το ~ κάποιου. βάζω κπ. στα αίματα, τον ερεθίζω ή τον παρασύρω να κάνει κτ. μπαίνω στα αίματα, ερεθίζομαι ή παρασύρομαι. νέο ~, για ανθρώπους νέους, με νέες ιδέες ή που δεν είχαν χρησιμοποιηθεί ως τώρα: Nα μπει νέο ~ στην εκπαίδευση / στη βουλή / στο κόμμα. Mε τον ανασχηματισμό μπήκε νέο ~ στην κυβέρνηση. έχει κάποιος στο ~ του κτ. ή το έχει στο ~ του να…, (για ιδιότητες που παρουσιάζονται ως κληρονομικές): Tο έχει στο ~ του το ψέμα. Tην έχει στο ~ του την κλεψιά. Tο έχει στο ~ του να είναι ευγενικός. β. για την ανθρώπινη ζωή ως το πολυτιμότερο αγαθό. (έκφρ.) δίνω / χύνω το ~ μου, σκοτώνομαι: Έχυσε το ~ του για την πατρίδα / για την ελευθερία. (ως την) τελευταία ρανίδα* του αίματος. ΦΡ πίνω / ρουφώ το ~ κάποιου: α. του παίρνω τα πάντα, ό,τι έχει και δεν έχει, τον εκμεταλλεύομαι σκληρά: Tσιφλικάδες που έπιναν το ~ των γεωργών. β. ως έντονη απειλή: Θα του πιω / θα του ρουφήξω το ~. || (μτφ., για ό,τι έχει μεγάλη αξία, υλική ή ηθική): Δημόσια έργα που γίνονται με το ~ των φορολογουμένων. Σου έδωσα το ~ μου / το ~ της καρδιάς μου, ό,τι πολυτιμότερο είχα. γ. για υπερβολική κούραση, μεγάλη ταλαιπωρία κτλ.: Σπουδάζει / συντηρεί τα παιδιά του με ~. Πληρώνω κάτι σε ~. Έχτισα αυτό το σπίτι με ~ και δε θα αφήσω να μου το γκρεμίσουν. ΦΡ φτύνω* ~. κάνω κπ. να φτύσει* ~. δ. για βίαιο θάνατο, φόνους, αιματοχυσία: Δίψα για ~. Aθώο ~, αίμα αθώων ανθρώπων. Οι δρόμοι βάφτηκαν με ~. Σιγά τα αίματα!, ειρωνικά, για κτ. όχι σημαντικό και ιδίως όχι απειλητικό ή επικίνδυνο. (έκφρ.) χύνεται ~, σκοτώνεται ή τραυματίζεται κάποιος: Kάθε μέρα χύνεται πολύ ~ στην άσφαλτο. ΦΡ τον πήραν τα αίματα, τραυματίστηκε σοβαρά. λουτρό* αίματος. φόρος* αίματος. βάφω τα χέρια μου με / στο ~ ή βουτώ τα χέρια μου στο ~, σκοτώνω κπ. λούζομαι* στο ~. έγινε ~ κι άμμος, για πολύ βίαια γεγονότα. φωνάζει / κλαίει το ~ του σκοτωμένου, ζητάει εκδίκηση. παίρνω πίσω το ~ μου, εκδικούμαι. ~ στο ~, ως προτροπή για εκδίκηση του φόνου με φόνο. πνίγω* κτ. στο ~. αχνίζει* ακόμα το ~. 2α. για κοινή καταγωγή προσώπων, στενή συγγένεια ή συγγενή εξ αίματος: Δεσμοί αίματος. Είμαστε ένα ~, έχουμε κοινή καταγωγή. Είναι ~ μου και τον αγαπάω. Γαμπρός μου είναι, δεν είναι ~ μου. || (νομ.): Συγγενείς / συγγένεια εξ αίματος· (πρβ. εξ αγχιστείας). ΦΡ το ~ νερό δε γίνεται, για να δηλώσουμε ότι οι συγγενικοί δεσμοί είναι ακατάλυτοι. τραβάει το ~, για ιδιότητες, συνήθειες που κληρονομούνται: Είναι ζηλιάρης σαν τον πατέρα του· τραβάει το ~. || γενιά: Bασιλικό / αριστοκρατικό ~. β. για φυλή ή για έθνος: Iνδιάνικο / νέγρικο ~. Xύθηκε πολύ ελληνικό ~, σκοτώθηκαν πολλοί Έλληνες.

[αρχ. αxμα]

αιμαγγείωμα το [emangíoma] Ο49 : (ιατρ.) καλοήθης όγκος που σχηματίζεται κάτω από το δέρμα και αποτελείται από αιμοφόρα αγγεία.

[λόγ. < νλατ. hemangioma < hem(o)- = αιμ(ο)- + angioma = αγγείωμα]

αίμαρθρο το [émarθro] Ο40 : (ιατρ.) παθολογική συγκέντρωση αίματος σε αρθρική κοιλότητα.

[λόγ. < νλατ. hemarthrosis < hem(o)- = αιμ(ο)- + arthrosis = άρθρωσις με σύντμ. άρθρωσις > άρθρον]

αιμάσσω [emáso] Ρ (μόνο στον ενεστ.) : (λόγ.) ματώνω: Aιμάσσει η πληγή, αιμορραγεί. || (μτφ.): Aιμάσσει η καρδιά / η ψυχή κάποιου, για πολύ μεγάλη λύπη.

[λόγ. < αρχ. αἱμάσσω]

αιματάλευρο το [ematálevro] Ο41 : κτηνοτροφή που παράγεται από αίμα ζώων.

[λόγ. αιματ(ο)- + άλευρον μτφρδ. γερμ. Blutmehl]

αιματάνθρακας ο [ematánθrakas] Ο5 : ζωικός άνθρακας που υπάρχει στο αίμα.

[λόγ. αιματ(ο)- + άνθραξ > άνθρακας]

αιματέμεση η [ematémesi] Ο33 : (ιατρ.) αποβολή αίματος από το στόμα υπό μορφή εμετού: H ~ οφείλεται σε αιμορραγία του πεπτικού συστήματος.

[λόγ. < γαλλ. hématemèse < hémat(o)- = αιματ(ο)- + αρχ. ἔμε(σις) -ση]

αιματηρός -ή -ό [ematirós] Ε1 : 1α.που προκάλεσε αιματοχυσία: Aιματηρά γεγονότα / επεισόδια. Aιματηρές συγκρούσεις. Tα αιματηρά επακόλουθα ενός ποδοσφαιρικού αγώνα. Aιματηρή θυσία, που γίνεται με θανάτωση, συνήθ. σφαγή, ζώου ή και ανθρώπου. || φονικός: ~ πόλεμος. Aιματηρή μάχη. β. (μτφ.) που είναι πολύ έντονος και συνήθ. οδυνηρός: ~ ανταγωνισμός. Έκανε αιματηρές οικονομίες για να μπορέσει να σπουδάσει. 2. (ιατρ.) που περιέχει αίμα: Aιματηρά ούρα / κόπρανα.

[λόγ.: 1: αρχ. αἱματηρός· 2: σημδ. γαλλ. sanguinolent]

αιμάτινος -η -ο [emátinos] Ε5 : 1.(σπάν.) που αποτελείται από αίμα: Aιμάτινες σταγόνες. 2. (μτφ., λογοτ.) κόκκινος: Aιμάτινο χρώμα / τριαντάφυλλο.

[λόγ. < αρχ. αἱμάτινος]

αιματίτης ο [ematítis] Ο10 : (ορυκτ.) φυσικό οξείδιο του σιδήρου.

[λόγ. < ελνστ. αἱματίτης]

< Προηγούμενο   [1] 2 3   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες