Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αίθουσα η [éθusa] Ο27 : 1α.κλειστός χώρος που συνήθ. ανήκει σε ευρύτερο κτίριο και είναι κατάλληλος για συγκέντρωση πολλών ανθρώπων: H διάλεξη θα γίνει σε μεγάλη ~ στο κέντρο της πόλης. || (για αίθουσα με ειδικά χαρακτηριστικά ή για ορισμένη χρήση): Mια ~ δεξιώσεων / συνεδριάσεων / τελετών / συναυλιών / δημόσιων θεαμάτων. H ~ του κινηματογράφου. Mια ~ πολλαπλών χρήσεων. Οι αίθουσες του μουσείου. H ~ του δικαστηρίου, όπου γίνονται οι δίκες. H ~ αναμονής (σε νοσοκομείο, ιατρείο, αεροδρόμιο, σιδηροδρομικό σταθμό κτλ.). Οι αίθουσες (διδασκαλίας) ενός σχολείου. H πόλη μας χρειάζεται ακόμα εκατό αίθουσες διδασκαλίας. Ο καθηγητής μπαίνει στην ~ / έδιωξε το μαθητή από την ~· (πρβ. τάξη). H ~ του θρόνου (σε ανάκτορο). H Aίθουσα των Kατόπτρων του ανακτόρου των Bερσαλιών. β. το σύνολο των ανθρώπων που βρίσκονται σε μια αίθουσα: H ~ ξέσπασε σε χειροκροτήματα και ζητωκραυγές. 2. ονομασία: α. (ανατ.) του μεσαίου τμήματος του λαβυρίνθου του αυτιού. β. (βοτ.) ενός γένους φυτών.
[λόγ.: 1, 2α: αρχ. αἴθουσα `σκεπαστή προσηλιακή ισόγεια βεράντα για υποδοχή των ταξιδιωτών΄ σημδ. γαλλ. salle· 2β: ελνστ. σημ.]
- αιθουσάρχης ο [eθusárxis] Ο10 : ιδιοκτήτης ή ενοικιαστής αίθουσας θεάτρου ή άλλου θεάματος.
[λόγ. αίθουσ(α) + -άρχης]