Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ίντερνετ το [ínternet] & ιντερνέτ το [internét] Ο (άκλ.) : παγκόσμιο δίκτυο για τη σύνδεση ηλεκτρονικών υπολογιστών και την ανταλλαγή πληροφοριών, μηνυμάτων κτλ. μεταξύ τους: Mπαίνω στο ~. Συνδέομαι με το ~. Έχω δική μου σελίδα στο ~.
[λόγ. < αγγλ. internet και γαλλ. internet]