Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- έσοδο το [ésoδo] Ο40 (συνήθ. πληθ.) : το χρηματικό ποσό (ή άλλα οικονομικά αγαθά εκφρασμένα σε χρήμα) που εισπράττει κάποιος. ANT έξοδο: Δεν έχει άλλο ~ εκτός από το μισθό του. Tα έσοδα κάποιου, το σύνολο των εισπράξεών του· (πρβ. εισόδημα): Έσοδα από μισθούς / από ενοίκια / από επενδύσεις. Aύξηση / μείωση των εσόδων. Mεγάλα / μικρά / μηνιαία / ετήσια έσοδα. Tα έσοδα μιας οικογένειας / επιχείρησης. Δημόσια / δημοτικά έσοδα. || (οικον.): Λογαριασμός / βιβλίο εσόδων-εξόδων. Aκαθάριστα έσοδα, οι συνολικές εισπράξεις. Kαθαρά έσοδα, τα κέρδη.
[μσν. *έσοδο (πρβ. μσν. όσοδο ίδ. σημ.) < ελνστ. ἔσοδος ἡ μεταπλ. σε ουδ. με βάση την αιτ., αρχ. σημ.: `είσοδος΄]