Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
26 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- έξι [éksi] (άκλ.) αριθμτ. επίθ. απόλ. : 1.που δηλώνει ένα σύνολο από έξι (6) μονάδες: ~ μονάδες / δεκάδες / εκατοντάδες / χιλιάδες / εκατομμύρια. ~ χρόνια / μήνες / ημέρες. Οι ~ ημέρες της δημιουργίας του κόσμου. ~ κιλά ζάχαρη. ~ χιλιάδες / εκατομμύρια δραχμές. || (αντί του τακτικού έκτος): Άνοιξε το βιβλίο στη σελίδα ~, στην έκτη σελίδα. Θα έλθω στις ~ το πρωί / το απόγευμα. Στις ~ του μηνός, κατά την έκτη ημέρα του. 2. (ως ουσ.) το έξι: α. ο αριθμός και το σύμβολό του: Πέντε και ένα ίσον ~. Δύο επί τρία ~. || (ως ένδειξη βαθμολογίας): Πήρα ~. Aυτό το γραπτό παίρνει ~ / είναι για ~. β. χαρτί της τράπουλας (που φέρει έξι σημεία): Tο ~ σπαθί. γ. καθετί που έχει ως διακριτικό τον αριθμό έξι: Παίρνω το ~, λεωφορείο, τρόλεϊ κτλ. Ο άρρωστος / ο πελάτης του ~, που νοσηλεύεται / που μένει στο δωμάτιο έξι. δ. το ~ (΄06), αντί 1906: Γεννήθηκε το ~. || για τη χρονολογία άλλων αιώνων. ε. στα / τα ~, για ηλικία έξι χρόνων: Είναι / μπαίνει στα ~. Πάτησε / έφτασε τα ~.
[μσν. έξι < αρχ. ἕξ με προσθήκη του [i] από το εξήμισυ αναλ. προς τα ζευγάρια: δυόμισι - δύο, πεντέμισι - πέντε]
- εξιδανίκευση η [eksiδaníkefsi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εξιδανικεύω. α. το να θεωρείται κάποιος (ή κτ.) ως ιδανικός ή ιδεώδης: H ~ του κράτους από το ναζισμό. β. αφαίρεση από κπ. ή από κτ. κάθε αρνητικού στοιχείου: H ~ των ορμών / των παθών του ανθρώπου. Προπαγάνδα που συνίσταται σε ~ ενός διεφθαρμένου καθεστώτος.
[λόγ. εξιδανικεύ(ω) -σις > -ση]
- εξιδανικεύω [eksiδanikévo] -ομαι Ρ5.1 : α.αποδίδω σε κπ. ή σε κτ. ιδανική υπόσταση, τον θεωρώ ως ιδανικό ή ιδεώδη για μένα: Συχνά εξιδανικεύουμε τους γονείς, τους δασκάλους μας ή τους ήρωες των μυθιστορημάτων που διαβάζουμε. Οι άνθρωποι κατά καιρούς έχουν εξιδανικεύσει την ελευθερία, την ισότητα, την ειρήνη. β. αφαιρώ από κπ. ή από κτ. κάθε αρνητικό στοιχείο: Ο καλλιτέχνης εξιδανικεύει τα μοντέλα του. Εξιδανικευμένος έρωτας. Εξιδανικεύεις μια κατάσταση που έχει αρκετά αρνητικά στοιχεία.
[λόγ. εξ- ιδανικ(ός) -εύω μτφρδ. γαλλ. idéaliser]
- εξίδρωμα το [eksíδroma] Ο49 : (ιατρ.) παθολογική κατάσταση κατά την οποία διάφορες ουσίες, συνήθ. υγρά, συγκεντρώνονται σε χώρο που δεν προορίζεται γι΄ αυτά ή διάφορα υγρά χύνονται έξω από την κοιλότητα, στην οποία κανονικά βρίσκονται.
[λόγ. < αρχ. ρ. ἐξιδρω- (ἐξιδρῶ) `ιδρώ νω΄ -μα μτφρδ. γαλλ. exsudat]
- εξίδρωση η [eksíδrosi] Ο33 : (ιατρ.) παραγωγή εξιδρώματος.
[λόγ. < ελνστ. ἐξίδρω(σις) `έκκριση ιδρώτα΄ -ση κατά τη σημ. της λ. εξίδρωμα]
- εξιλασμός ο [eksilazmós] Ο17 : (λόγ.) εξιλέωση. α. εξευμενισμός κάποιου που είναι εχθρικά διατεθειμένος απέναντί μου λόγω ορισμένης ενέργειας ή συμπεριφοράς μου. β. συγχώρεση για ορισμένη ενέργεια ή συμπεριφορά. || Hμέρα εξιλασμού, θρησκευτική γιορτή των Εβραίων.
[λόγ. < ελνστ. ἐξιλασμός]
- εξιλαστήριος -α -ο [eksilastírios] Ε6 : που γίνεται για εξιλέωση· συνήθ. στην έκφραση εξιλαστήριο θύμα, αυτός που σκόπιμα θεωρείται ένοχος για σφάλματα, αδικήματα κτλ., τα οποία διέπραξαν άλλοι· (πρβ. αποδιοπομπαίος τράγος).
[λόγ. < ελνστ. ἐξιλαστήριος]
- εξιλεώνω [eksileóno] -ομαι Ρ1 : α.εξευμενίζω κπ., ο οποίος είναι εχθρικά διατεθειμένος απέναντί μου λόγω ορισμένης ενέργειας ή συμπεριφοράς μου: Ο Οδυσσέας για να εξιλεώσει τον Ποσειδώνα έπρεπε να ταξιδέψει ξανά μετά την άφιξή του στην Iθάκη. β. (παθ.) επιδιώκω και πετυχαίνω τη συγχώρεση για ορισμένη ενέργεια ή συμπεριφορά μου: Εξιλεώνομαι απέναντι σε κπ. Ο Hρακλής, για να εξιλεωθεί για το έγκλημά του, υποχρεώθηκε να κάνει τους δώδεκα άθλους.
[λόγ. < αρχ. ἐξιλε(ῶ) -ώνω]
- εξιλέωση η [eksiléosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εξιλεώνω· εξιλασμός. α. εξευμενισμός κάποιου που είναι εχθρικά διατεθειμένος απέναντί μου λόγω ορισμένης ενέργειας ή συμπεριφοράς μου. β. συγχώρεση για ορισμένη ενέργεια ή συμπεριφορά.
[λόγ. < ελνστ. ἐξιλέω(σις) -ση]
- εξιλεωτικός -ή -ό [eksileotikós] Ε1 : που γίνεται για εξιλέωση.
[λόγ. < ελνστ. ἐξιλεωτικός]