Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ένδειξη
1 εγγραφή
ένδειξη η [énδiksi] Ο33 : α.οτιδήποτε (γεγονός, περιστατικό, πράξη, φαινόμενο κτλ.) μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι κτ. είναι πιθανό να έγινε ή να γίνει: Yπάρχουν πολλές ενδείξεις ότι το εγχείρημα θα πετύχει. || (με γεν.): Σε ~ καλής θελήσεως / φιλίας. Σε / εις ~ διαμαρτυρίας αποχώρησε από τη συνεδρίαση, για να δείξει, να τονίσει ότι διαμαρτύρεται, ότι αποδοκιμάζει. || (νομ.): Yπάρχουν πολλές ενδείξεις για την ενοχή τους αλλά καμία απόδειξη. Xωρίς την παραμικρή ~. (έκφρ.) αποχρώσες* ενδείξεις. β. για όργανο, μετρητή, συσκευή κτλ., καθεμία από τις διαβαθμίσεις που είναι σημειωμένες και δίνουν πληροφορίες για τη λειτουργία του: Στην ~ "3" η συσκευή βγάζει θερμό αέρα. Οι ενδείξεις του βαρομέτρου / του θερμομέτρου. || το αποτέλεσμα της μέτρησης που παίρνουμε από ένα όργανο, ένα μετρητή, μια συσκευή κτλ.: H ~ του μετρητή μάς υποχρεώνει να σταματήσουμε τη λειτουργία της συσκευής. γ. (ιατρ.) εκδήλωση που επιβάλλει την εφαρμογή ορισμένης ιατρικής πράξης, θεραπείας, αγωγής. ANT αντένδειξη.

[λόγ. < αρχ. ἔνδειξις (-σις > -ση)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες