Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- έμπορος ο [émboros] Ο19 προφ. πληθ. και εμπόροι θηλ. έμπορος [émbo ros] Ο36 : 1.αυτός που κατ΄ επάγγελμα αγοράζει προϊόντα και, χωρίς να μεταβάλει ουσιαστικά τη μορφή τους, τα πουλά πάλι για να κερδίσει χρήμα, αυτός που κατ΄ επάγγελμα κάνει εμπόριο: ~ χονδρικής, χονδρέμπορος. ~ λιανικής. Πλανόδιος ~, γυρολόγος, πραματευτής, μικροπωλητής. ~ ξυλείας, ξυλέμπορος. ~ χαρτιού, χαρτέμπορος. || ~ έργων τέχνης. || ~ ναρκωτικών. 2. ως ιδιαίτερα μειωτικός χαρακτηρισμός προσώπου που χρησιμοποιεί κάποιο υψηλό ιδανικό ή ένα κοινωνικό αγαθό, για να εξαπατήσει ή να εκμεταλλευτεί άλλους, ή για χρηματισμό: Οι έμποροι της ελευθερίας / των εθνικών ιδεωδών. Οι έμποροι της υγείας / της παιδείας.
εμποράκος ο YΠΟKΟΡ αυτός που εμπορεύεται προϊόντα μικρής αξίας και σε μικρή ποσότητα· μικρέμπορας. || ψιλικατζής: Ο ~ της γειτονιάς. [αρχ. ἔμπορος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους· έμπορ(ος) -άκος]