Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- έλκος το [élkos] Ο46 : (ιατρ.) εντοπισμένη απώλεια ουσίας από ιστό δέρματος ή βλεννογόνου, που οφείλεται σε φλεγμονή ή σε άλλο παθολογικό αίτιο: ~ στομάχου / δωδεκαδακτύλου. Δωδεκαδακτυλικό ~. Συφιλιδικό ~. Mαλακό ~, ένα από τα αφροδίσια νοσήματα. || συνηθέστερα χωρίς προσδιορισμό, όταν πρόκειται για έλκος στομάχου ή δωδεκαδακτύλου: Έχω ~. Yποφέρω / πάσχω από ~. Εγχείρηση έλκους.
[λόγ. < αρχ. ἕλκος `πληγή΄ & σημδ. γαλλ. ulcère]