Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- έκθεση η [ékθesi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εκθέτω. I1. τοποθέτηση πράγματος σε ορισμένο μέρος, για να είναι ορατό από πολλούς άλλους: ~ πράγματος σε κοινή θέα. α. συνήθ. για προϊόντα, δημιουργήματα ανθρώπων κτλ., που τοποθετούνται σε ορισμένο χώρο, για να τα δει το κοινό και ανάλογα να τα θαυμάσει, να τα αγοράσει κτλ.: ~ γεωργικών προϊόντων. Γεωργική / φυτοκομική / ανθοκομική / κτηνοτροφική ~. ~ βιομηχανικών / βιοτεχνικών προϊόντων. Bιομηχανική / εμπορική ~. ~ τροφίμων και ποτών. ~ βιβλίου. Tοπική / πανελλήνια / διεθνής ~. β. (ειδικότ., για καλλιτεχνικά δημιουργήματα): ~ ζωγραφικής / γλυπτικής. ~ φωτογραφίας. Kαλλιτεχνικές εκθέσεις. Συμμετέχει για πρώτη φορά σε ομαδική ~ ζωγραφικής. Έργα του παρουσίασε σε πολλές ατομικές εκθέσεις. 2. ο τόπος (αίθουσα, κτίριο κτλ.) όπου γίνεται έκθεση (εμπορική, καλλιτεχνική κτλ.): Στην είσοδο της έκθεσης. Οι εγκαταστάσεις της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης. 3. υποβολή πράγματος στην επίδραση εξωτερικών φυσικών ή χημικών παραγόντων: ~ στο φως / στις ηλιακές ακτίνες / σε θερμοκρασία. ~ φωτογραφικής πλάκας στο φως. 4. (νομ.) εγκατάλειψη ατόμου ανίκανου να συντηρήσει ή να προστατέψει τον εαυτό του: ~ βρέφους. II. (για λόγο, κείμενο) 1. λεπτομερής αφήγηση ή περιγραφή γεγονότος ή πράγματος (η πράξη και το κείμενο): ~ πεπραγμένων του Διοικητικού Συμβουλίου. ~ πραγματογνώμονα. Εισηγητική ~. Επίσημη ~. 2. (ειδικότ.) ανάπτυξη ορισμένου θέματος με σκοπό την άσκηση των μαθητών στην έκφραση σύνθετων διανοημάτων και το αντίστοιχο σχολικό μάθημα: Γραπτή / προφορική ~. Περιγραφική ~. ~ ιδεών. Γράφει καλές / κακές εκθέσεις. Είναι αδύνατος στην ~.
[λόγ. < αρχ. ἔκθε(σις) -ση & σημδ. γαλλ. exposition]