Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άσπλαχνος -η -ο [ásplaxnos] Ε5 : που είναι αδιάφορος για τον ανθρώπινο πόνο, που δε συμπονά αυτόν που υποφέρει και έχει ανάγκη από βοήθεια: Είναι άσπλαχνη (γυναίκα). Έχει άσπλαχνη καρδιά.
άσπλαχνα ΕΠIΡΡ: Φέρθηκε ~ στους γονείς του. [ελνστ. ἄσπλαγχνος, αρχ. σημ.: `χωρίς σπλάχνα, χωρίς θάρρος΄, με αποβ. του [ŋ] πριν από [x] ]