Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άσος ο [ásos] Ο18 : (οικ.) 1. ο αριθμός ένα: Πήρε έναν άσο στο διαγώνισμα. α. πλευρά του ζαριού που είναι σημαδεμένη με μία μόνο βούλα: Έφερε άσους. β. χαρτί της τράπουλας που έχει μόνο ένα χαρακτηριστικό σημάδι: ~ μπαστούνι / σπαθί / κούπα / καρό. ΦΡ μένω ~, με εγκαταλείπουν όλοι και μένω μόνος. μένω στον άσο, αποτυχαίνω, ενώ είχα ελπίδες επιτυχίας, ή κάνω λάθος υπολογισμούς και μένω αδέκαρος. ~ κρυμμένος στο μανίκι, κρυφό πλεονέκτημα που θα χρησιμοποιηθεί την κατάλληλη στιγμή. 2. (μτφ.) για κπ. που είναι πρώτος, άριστος, που διακρίνεται σε κπ. τομέα: Είναι ~ στα μαθήματα / στο κολύμπι / στη δουλειά του. Σ΄ αυτό το πανεπιστήμιο πηγαίνουν όλοι οι άσοι. Είναι ~ του βολάν, για πολύ ικανό οδηγό αυτοκινήτου. || (ειρ.): Είναι ~ στα ψέματα / στις κολακείες.
ασάκια τα YΠΟKΟΡ στη σημ. 1α: Έφερε ~. [1: ιταλ. asso -ς· 2: λόγ. σημδ. γαλλ. as]