Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άρχω
2 εγγραφές [1 - 2]
άρχω [árxo] -ομαι Ρ (μόνο στον ενεστ.) : (λόγ.) κυβερνώ. || (μπε., ως ουσ.) οι αρχόμενοι, ο λαός, σε αντιδιαστολή προς τους άρχοντες.

[λόγ. < αρχ. ἄρχω, μπε. οἱ ἀρχόμενοι]

άρχων -ουσα -ον [árxon] Ε12 : κυρίως στο άρχουσα τάξη, η πολιτικά και οικονομικά κυρίαρχη τάξη.

[λόγ. < αρχ. ἄρχων μεε. του ἄρχω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες